- πεζόπτερος
- -ον, Μαυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του αντί για τα φτερά του, ο πεζός και φτερωτός συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek